- πολέμαιγις
- πολέμ-αιγις, ιδος, ἡ,A with warlike aegis,
Ἀθάνα B.16.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀθάνα B.16.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολέμαιγις — αιγίδος, ἡ, Α αυτή που έχει πολεμική ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + αἰγίς, ίδος «ασπίδα»] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek